εξοβελίζω — εξοβελίζω, εξοβέλισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
εξοβελίζω — εξοβέλισα, εξοβελίστηκα, εξοβελισμένος, μτβ. 1. σημειώνω με οβελό (βλ. λ.) χωρίο αρχαίου κειμένου που θεωρώ νόθο, το απορρίπτω: Πολλοί στίχοι του Αισχύλου εξοβελίζονται. 2. μτφ., απομακρύνω καθέναν που αποτελεί εμπόδιο, τον βγάζω από τη μέση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αποσκορακίζω — (ΑΜ ἀποσκορακίζω) [σκορακίζω] νεοελλ. 1. διώχνω, πετώ μακριά, στέλνω κατά διαβόλου 2. (για αρχαία κείμενα) αποβάλλω, απορρίπτω όσα δεν θεωρώ γνήσια χωρία, εξοβελίζω αρχ. μσν. στέλνω κάποιον στον διάβολο, αναθεματίζω, καταριέμαι, βλαστημώ … Dictionary of Greek
εξοβέλιση — η [εξοβελίζω] εξοβελισμός … Dictionary of Greek
εξοβελισμός — ο [εξοβελίζω] η αποβολή χωρίου από ένα κείμενο επειδή χαρακτηρίζεται νόθο … Dictionary of Greek
εξοστρακίζω — (AM ἐξοστρακίζω) 1. απομακρύνω, εκτοπίζω κάποιον από τη χώρα 2. εξοβελίζω, διαγράφω. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + οστρακίζω*] … Dictionary of Greek
εξοστρακίζω — εξοστράκισα, εξοστρακίστηκα, εξοστρακισμένος, μτβ. 1. εξορίζω κάποιον με οστρακισμό (βλ. λ.), τον εκτοπίζω, τον διώχνω έξω από τα όρια της πόλης. 2. μτφ., αποβάλλω κάτι, απομακρύνω, εξοβελίζω, ξεκουμπίζω: Εξοστράκισε πολλά ελαττώματά του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)